βοηθεῖται

βοηθεῖται
βοηθέω
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληλεπίκουρος — η, ο αμοιβαίος επίκουρος, αυτός που βοηθεί και ταυτόχρονα βοηθείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επίκουρος] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

  • εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… …   Dictionary of Greek

  • Επισκοπαλική Εκκλησία — Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ιησουίτες — Ονομασία των μελών ενός θρησκευτικού τάγματος από κανονικούς κληρικούς της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, η επίσημη ονομασία του οποίου είναι Εταιρεία του Ιησού (Societas Jesu). Αρχικός σκοπός της πρώτης κοινότητας, που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1534 από …   Dictionary of Greek

  • Σαμόα Αμερικανικές — Αρχιπέλαγος του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, που περιλαμβάνει τα νησιά Τουτουίλα (το μεγαλύτερο), Αουνούου, Τάου, Οφου, Ολοσέγκα, ηφαιστειογενούς κυρίως προέλευσης, περιβαλλόμενα από κοραλλιογενή φράγματα, και η ακατοίκητη ατόλλη Ρόουζ, με… …   Dictionary of Greek

  • Φόκλαντ — (αγγλικά Falkland Islands, ισπανικά Islas Malvinas)Αρχιπέλαγος του Ατλαντικού ωκεανού μεταξύ 51° και 53° νότιου πλάτους και 57° και 62° δυτικού μήκους στην ηπειρωτική νοτιοαμερικανική κρηπίδα, περίπου 400 περίπου Α του ανατολικού στόμιου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”